- μνήστρο(ν)
- το (ΑΜ μνῆστρον)νεοελλ.1. δαχτυλίδι που ανταλλάσσεται στον αρραβώνα2. στον πληθ. τα μνήστρατα δώρα, και ιδίως τα κοσμήματα που ανταλλάσσουν οι αρραβωνιασμένοιμσν.φρ. α) «ἔχω μνήστρα» — είμαι μνηστευμένοςβ) «λαμβάνω μνῆστρον» — μνηστεύομαιμσν.-αρχ.αρραβώνιασμα, γάμος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. τού μνῶμαι) + επίθημα -τρον (πρβλ. στέγασ-τρον)].
Dictionary of Greek. 2013.